κατόπτευση — η παρατήρηση, αναγνώριση της θέσης του εχθρού: Έστειλε μια διμοιρία για κατόπτευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατόπτευση — η (ΑΜ κατόπτευσις) [κατοπτεύω] η προσεκτική παρατήρηση, η επιτήρηση συνήθως από υψηλότερο σημείο νεοελλ. στρ. το σύνολο ενεργειών που κάνει στρατού για την αναγνώριση τών θέσεων τού εχθρού … Dictionary of Greek
κατοπτευτήριος — α, ο (Α κατοπτευτήριος, ον) [κατοπτεύω] 1. ο κατάλληλος για κατόπτευση 2. το ουδ. ως ουσ. το κατοπτευτήριο(ν) η σκοπιά, το παρατηρητήριο, το μέρος από το οποίο γίνεται η κατόπτευση … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… … Dictionary of Greek
διαύγιον — διαύγιον, το (Α) 1. υποκορ. τού διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης 2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων) … Dictionary of Greek
κατοπτευτικός — ή, ο ο κατάλληλος για κατόπτευση, ο ικανός για παρατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοπτεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek
παρατηρητήριο — Ειδική θέση από την οποία παρακολουθούνται οι κινήσεις και οι δραστηριότητες του εχθρού. Π. χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές της μάχης και η τοποθεσία του ορίζεται από τον διοικητή. Όταν η επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το π. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
περιοδεία — και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ [περιοδεύω] η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων») νεοελλ. φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων… … Dictionary of Greek